- συνοφρύωση
- η, Νσυνοφρύωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοφρυώνομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνοφρύωσις, μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκουντούφλιασμα — το, Ν [σκουντουφλιάζω] κατσούφιασμα, συνοφρύωση, σκυθρωπασμός … Dictionary of Greek
συνοφρύωμα — το, ατος και συνοφρύωση, η σκυθρώπιασμα, κατσουφιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)